Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν ἀνδρὸς λόγῳ

См. также в других словарях:

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»